Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παρέχω, τροφοδοτώ, αιματώνω, νευρώνω


Ερμηνεία:

Το ρήμα supply να εννοεί την παροχή αίματος ή υγρού, την αιματάρδευση ή τη νεύρωση μιας περιοχής ή τον εφοδιασμό με κάποιο τρόφιμο ή υλικό ή  φάρμακο. 

Ως ουσιαστικό η λέξη supply σημαίνει τον εφοδιασμό, την προμήθεια, την παροχή, την διάθεση.

Ως επίθετο σημαίνει τον τροφοδοτικό, τον προμηθευτικό, αυτόν  που παρέχει ή τροφοδοτεί και στην ανατομική αυτόν που αιματώνει ή χορηγεί νεύρωση.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Iraq war poses challenge for medical supply chain. DeJohn P.Hosp Mater Manage. 2004 Oct;29(10):1, 9-11.

Inventory management: from counting supplies to analyzing expenses. McHugh TM.MLO Med Lab Obs. 2012 Jun;44(6):28-9.

Health care supply--the industry that grew and grew. Kernaghan SG.Hospitals. 1975 Aug 1;49(15):53-8.

Blood supply of the femoral head. HARTY M.Br Med J. 1953 Dec 5;2(4848):1236-7.

The nerve supply of the lumbar intervertebral disc. Edgar MA.J Bone Joint Surg Br. 2007 Sep;89(9):1135-9

 



Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρικό λεξιλόγιο: